χυμίζω

χυμίζω
(αόρ. (δ)χύμιξα) см. χυμώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χυμίζω" в других словарях:

  • χυμίζω — (I) Α [χυμός] μτφ. καθιστώ εύχυμο, κάνω πιο νόστιμο, πιο ευχάριστο κάτι («ἁρμονίαν ἐχύμισαν», Αριστοφ.). (II) και χοιμίζω και χιμίζω και χουμίζω Ν βλ. χυμώ …   Dictionary of Greek

  • ἐχύμισαν — χυμίζω make savoury aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταχυμίζω — (Α) μεταβάλλω τη γεύση ή τον χυμό ενός πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χυμίζω «μεταβάλλω τη γεύση»] …   Dictionary of Greek

  • χιμίζω — Ν βλ. χυμίζω …   Dictionary of Greek

  • χουμίζω — Ν βλ. χυμίζω …   Dictionary of Greek

  • χυμώ — (I) όω, Α [χυμός] 1. προσδίδω γεύση σε κάτι 2. παθ. χυμοῡμαι, όομαι μετατρέπομαι σε χυμό. (II) και χουμώ και χιμώ, άω, και χυμίζω και χιμίζω και χοιμίζω και χουμίζω, Ν ορμώ, εφορμώ, ξεχύνομαι, επιτίθεμαι με ορμή εναντίον κάποιου (α. «σαν… …   Dictionary of Greek

  • χύμισμα — το, Ν [χυμίζω (II)] εφόρμηση, ορμητική επίθεση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»